To μονοθέσιο δημοτικό σχολείο αποτέλεσε για πολλούς την αρχή για το μεγάλο ταξίδι της γνώσης.
Σχολεία απομακρυσμένα με λίγους μαθητές και πάντα με ένα δάσκαλο. Όσο περνούν τα χρόνια οι μνήμες από αυτά τα σχολεία για ένα παράξενο λόγο δεν σβήνουν.
Η αρχή γινόταν με την αγωνία για το εάν θα έρθει κάποιος δάσκαλος. Αν ερχόταν και πάλι δεν ήταν σίγουρο ότι θα παρέμενε στο σχολείο κατά τη διάρκεια όλης της σχολικής περιόδου. Μια σχολική χρονιά γνωρίσαμε 7 δασκάλους/ες μέχρι ο έβδομος να αποδεχτεί το διορισμό του στο μικρό και απομακρυσμένο δημοτικό μας.
Όπως είναι φυσικό εμείς οι μικροί μαθητές περνούσαμε από ακτινογραφία τους πρωτοεμφανιζόμενους δασκάλους μας. Ένα δάσκαλο θα είχαμε, ήταν σημαντικό να βγάλουμε τα όποια συμπεράσματα μας πριν ακόμα μας πει τη πρώτη καλημέρα.
Και ενώ περνούσε το φθινόπωρο όλα έμπαιναν στο δρόμο τους με όλα όσα συνεπάγεται μια σχολική τάξη-αίθουσα. Σαν μαθητές δεν χρειάζεται να αναφέρω τις προτιμήσεις μας και τα θέλω μας εξάλλου οι προτιμήσεις των μαθητών αποτελούν μια διαχρονική αξία. Το κουδούνι όμως, εκείνο το χειροκίνητο κουδούνι ίσως να αποτελούσε το πιο δημοφιλές αντικείμενο μέσα στο παλιό μονοθέσιο. Ένα του χτύπημα ήταν αρκετό να αναστατώσει το κτήριο, τη γειτονιά, το χωριό μέχρι και τα γύρω βουνά.
Μια καθημερινή άτυπη νόρμα ήταν το άναμμα της ξυλόσομπας. Ίσως το άναμμα της ξυλόσομπας να ήταν ο πρώτος καταμερισμός έργου της ζωής μας. Την αγαπούσαμε εκείνη τη σόμπα και όλοι την αγκαλιάζαμε όταν ο κυρ βοριάς είχε τα κέφια του.
Τότε δεν υπήρχαν έξυπνα τηλέφωνα γενικά δεν υπήρχαν έξυπνες συσκευές. Ήταν μια εποχή που η εξυπνάδα δεν ήταν συνυφασμένη με συσκευές αλλά με ανθρώπους. Επικοινωνία μέσα από τα social media δεν υπήρχε παρόλα αυτά είχαμε ανεπτυγμένες επικοινωνιακές δεξιότητες δια μέσου της αλληλογραφίας.
"Γράμματα στέλναμε Γράμματα Λαμβάναμε"
Ίσως η επικοινωνία μέσα από την αλληλογραφία να αποκτά μια άλλη διάσταση στο μυαλό ενός μικρού μαθητή ιδιαίτερα σήμερα που ένα "κλικ" εκμηδενίζει πρακτικά την αξία της.
Οι δάσκαλοι δεν μας μάθαιναν μόνο αλλά τους μαθαίναμε κιόλας. Οι δάσκαλοι που είχαν καταγωγή από μεγάλες πόλεις έπρεπε να μάθουν τη διάλεκτο μας…
Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα που θυμάμαι είναι να λέει ένας μαθητής σε δασκάλα: "Εγώ Κυρία θα πάω να κουρτίσω* "
Μόνο όταν ο μαθητής πήδηξε από το παράθυρο και άρχισε να τρέχει η δασκάλα ρωτώντας κατάλαβε τι συνέβαινε. Ο μικρός μαθητής είχε πλέον βρεθεί στα βουνά για να βοηθήσει την οικογένεια του σε κάποια καθημερινή κτηνοτροφική εργασία.
Κάπως έτσι ανάμεσα σε συνδιδασκαλία αφού ένας εκπαιδευτικός ήταν αδύνατο να διδάξει σε 6 τάξεις η σχολική ζωή συνεχίζονταν ώσπου κάποιες διακοπές να μεταμορφώσουν το ολοζώντανο δημοτικό μας σε τόπο απόλυτης ησυχίας.
Με αυτά και με αυτά η σχολική χρονιά θα περνούσε ήρεμα με γνώση, πολλή γνώση με δασκάλους γεμάτους πάθος που η αστείρευτη όρεξη τους έφτανε μέχρι το σημείο να επιθυμούν να βοηθήσουν τους αδύναμους μαθητές τους ακόμα και σε ώρες εκτός σχολείου πάντα αφιλοκερδώς. Το κέρδος δεν αφορούσε αυτούς τους ανθρώπους δεν το υπολόγιζαν. Η αμοιβή τους ήταν η ικανοποίηση τους για το γεγονός ότι έκαναν το καλύτερο δυνατό για τους μικρούς τους μαθητές.
Κάπως έτσι θα ερχόταν το καλοκαίρι και η ώρα του αποχωρισμού. Τις περισσότερες φορές ήταν μια απόλυτη χαρμολύπη το κλείσιμο του μικρού δημοτικού. Από τη μια θα έκλεινε το σχολείο με τις διακοπές να φαντάζουν δελεαστικές μα από την άλλη θα χάναμε για πάντα τον δάσκαλο, τον έναν και αγαπημένο μας δάσκαλο ή τη δασκάλα μας, τη μία και αγαπημένη δασκάλα μας.
Κουρτίζω: εγκλωβίζω, μαντρίζω, το κούρτισμα = εγκλεισμός αιγοπροβάτων σε μάντρα
Φωτογραφίες :…ενός σπουδαίου δασκάλου μας τότε στο μικρό μονοθέσιο