Search
Close this search box.

Η νενέ μου, πρόσφυγας από την Σμύρνη

75
15474

Η γιαγιά μου, του πατέρα μου η μάνα, ήρθε απ’ τη Σμύρνη το ’22, όπως ο Μπάτης του Νιόνιου και τόσοι άλλοι. Έζησε μέχρι τα 94 της, με απόλυτη διαύγεια μέχρι την τελευταία της ημέρα. Χάρηκε τις κόρες μου, τις δισέγγονές της, για δέκα χρόνια. Τις είχε μάθει να την φωνάζουν «νενέ», όπως λέγανε τις γιαγιάδες στον τόπο της. Η προσφυγιά ήταν πάντα πληγή ανοιχτή στην καρδιά της. Μεγάλωσα ακούγοντάς την ν’ αφηγείται σαν παραμύθι τη νύχτα του φευγιού. Μ’ άρεσε να την ακούω, μ’ άρεσε να την φαντάζομαι κορίτσι, σ’ εκείνη την άλλη χώρα, σ’ εκείνη την άλλη ζωή.
 
«Έτσι που λες, νύχτα ήταν, αργά, όταν μπήκε ο πατέρας στο σπίτι και φώναξε στη μαμά: «Χαρίκλεια, γρήγορα, ξύπνα τα παιδιά, ντυθείτε καλά, φεύγουμε αμέσως. Η Σμύρνη για μας τέλειωσε». Η μάνα μου άρχισε να μπαινοβγαίνει στα δωμάτια και να μας φωνάζει. Η Μαρίκα, η Κατίνα, η Ελένη κι εγώ ετοιμαστήκαμε αμέσως, το ίδιο και οι αδελφοί μας, ο Νίκος με τον Βασίλη. Σε λιγότερο από μία ώρα είμαστε στην πόρτα. Η μαμά με την Αδαμαντία μας, μωρό τότε, στην αγκαλιά, κι ο πατέρας με τρεις μαξιλαροθήκες στα χέρια, γεμάτες με τα κοσμήματά μας κι ό,τι μετρητά υπήρχαν. Εμείς τρομοκρατημένοι, στριμωγμένοι ο ένας δίπλα στον άλλο, να παίρνουμε κουράγιο.

Πού θα πηγαίναμε; Τι συνέβαινε; Γιατί φεύγαμε χωρίς να πάρουμε τίποτα από τα πράγματά μας; Ο Οσμάν κι η Φατίμα, που έμεναν σπίτι μας και δούλευαν για μας, αγκάλιαζαν τους γονείς μας κι έκλαιγαν «Καλό ταξίδι, Εφέντη… Να προσέχεις τα μικρά, Κυρά… Ο Αλλάχ ν’ απλώσει πάνω σας το σπλαχνικό του χέρι…». Κλαίγαμε κι εμείς. Έκλαιγα κι εγώ, που αφήναμε πίσω μας τα ζώα του σπιτιού, τα σκυλιά και τα γατιά μας. Που δεν είχα προλάβει να αποχαιρετίσω τις φίλες μου: τη Μισέλ τη γαλλίδα, τη Λάουρα την ιταλίδα, την Αϊσέ την τουρκάλα. Τις αγαπούσα πολύ. Αχώριστες είμαστε οι τέσσερίς μας.
 

Και που λες, νύχτα βγήκαμε στους δρόμους. Αλλά τι νύχτα ήταν αυτή! Φωτιές, τρεχάματα, φωνές, κλάματα, πανικός…. Κι άνθρωποι, άνθρωποι πολλοί, με το σκοτάδι στα μάτια και την απελπισία στην ψυχή. Να στριμώχνονται στις αποβάθρες για μια θέση στις βάρκες. Στις βάρκες, που ξέχειλες από κόσμο, κατευθύνονταν σε τρία πλοία που περίμεναν στη μπούκα του λιμανιού. Σε τρία εγγλέζικα πλοία.
 
Εμείς καταφέραμε να μπούμε όλοι στην ίδια βάρκα, χάρη στο πείσμα της μαμάς. Στην αρχή ο πατέρας βρήκε μια βάρκα που είχε μόνο πέντε θέσεις κενές. «Μπες, Χαρίκλεια, μπες με τα κορίτσια και το μωρό» είπε, δίνοντάς της και τις πολύτιμες μαξιλαροθήκες. «Τ’ αγόρια κι εγώ θα πάρουμε άλλη». Η μαμά ούτε που να το ακούσει. «Ή όλοι μαζί ή κανείς» του είπε. Και παραμέρισε για να επιβιβασθεί μια πενταμελής οικογένεια. 

Και μπήκαμε σε άλλη βάρκα, με επικεφαλής έναν εγγλέζο αξιωματικό. Καθισμένοι ο ένας κοντά στον άλλο, κοιτούσαμε τους γονείς στα μάτια, μήπως και μπορέσουμε να διακρίνουμε το μέλλον μας να καθρεφτίζεται σ’ αυτά.Και τότε συνέβη κάτι τρομερό: ένας μικρός, θάταν δε θάταν οκτώ-δέκα χρονών, βούτηξε στη θάλασσα και κολύμπησε μέχρι τη βάρκα μας. Γαντζώθηκε με τα χεράκια του στην κουπαστή και προσπάθησε ν’ ανέβει. Ο εγγλέζος αξιωματικός είπε: «No more, this boat is full» και πάτησε με τη μπότα του τα χεράκια του μικρού! Το κτήνος! Την επόμενη στιγμή το ρεύμα παρέσυρε το κορμάκι του μακριά. Να το ξέρεις, η ομορφότερη μέρα της ζωής μου θα είναι αυτή που θα μάθω πως εξαφανίστηκε από προσώπου γης η εγγλέζικη φάρα και πως το νησί τους βούλιαξε στον πάτο της θάλασσας!».

 
Η γιαγιά μου, του πατέρα μου η μάνα, πέθανε πριν από είκοσι χρόνια. Δεν είδε το κορμάκι του Αϊλάν και των άλλων μωρών να ξεβράζονται στις ακτές μας. Δεν είδε τις μυρμηγκιές των ταλαιπωρημένων με τα σακίδια και τις σακούλες. Δεν είδε την πολιτισμένη Ευρώπη να κλείνει τα σύνορα και να βάζει χαράτσι στα τιμαλφή των προσφύγων.

Η γιαγιά μου, πρόσφυγας απ΄τη Σμύρνη, τον Τούρκο τον συγχώρεσε. Τον Εγγλέζο ποτέ.

 

MEDIA

Video
Sound file

Συλλογές

Σχόλια

Αφήστε μια απάντηση