Η γιαγιά μου, του πατέρα μου η μάνα, ήρθε απ’ τη Σμύρνη το ’22, όπως ο Μπάτης του Νιόνιου και τόσοι άλλοι. Έζησε μέχρι τα 94 της, με απόλυτη διαύγεια μέχρι την τελευταία της ημέρα. Χάρηκε τις κόρες μου, τις δισέγγονές της, για δέκα χρόνια. Τις είχε μάθει να την φωνάζουν «νενέ», όπως λέγανε τις γιαγιάδες στον τόπο της. Η προσφυγιά ήταν πάντα πληγή ανοιχτή στην καρδιά της. Μεγάλωσα ακούγοντάς την ν’ αφηγείται σαν παραμύθι τη νύχτα του φευγιού. Μ’ άρεσε να την ακούω, μ’ άρεσε να την φαντάζομαι κορίτσι, σ’ εκείνη την άλλη χώρα, σ’ εκείνη την άλλη ζωή.
Πού θα πηγαίναμε; Τι συνέβαινε; Γιατί φεύγαμε χωρίς να πάρουμε τίποτα από τα πράγματά μας; Ο Οσμάν κι η Φατίμα, που έμεναν σπίτι μας και δούλευαν για μας, αγκάλιαζαν τους γονείς μας κι έκλαιγαν «Καλό ταξίδι, Εφέντη… Να προσέχεις τα μικρά, Κυρά… Ο Αλλάχ ν’ απλώσει πάνω σας το σπλαχνικό του χέρι…». Κλαίγαμε κι εμείς. Έκλαιγα κι εγώ, που αφήναμε πίσω μας τα ζώα του σπιτιού, τα σκυλιά και τα γατιά μας. Που δεν είχα προλάβει να αποχαιρετίσω τις φίλες μου: τη Μισέλ τη γαλλίδα, τη Λάουρα την ιταλίδα, την Αϊσέ την τουρκάλα. Τις αγαπούσα πολύ. Αχώριστες είμαστε οι τέσσερίς μας.
Και μπήκαμε σε άλλη βάρκα, με επικεφαλής έναν εγγλέζο αξιωματικό. Καθισμένοι ο ένας κοντά στον άλλο, κοιτούσαμε τους γονείς στα μάτια, μήπως και μπορέσουμε να διακρίνουμε το μέλλον μας να καθρεφτίζεται σ’ αυτά.Και τότε συνέβη κάτι τρομερό: ένας μικρός, θάταν δε θάταν οκτώ-δέκα χρονών, βούτηξε στη θάλασσα και κολύμπησε μέχρι τη βάρκα μας. Γαντζώθηκε με τα χεράκια του στην κουπαστή και προσπάθησε ν’ ανέβει. Ο εγγλέζος αξιωματικός είπε: «No more, this boat is full» και πάτησε με τη μπότα του τα χεράκια του μικρού! Το κτήνος! Την επόμενη στιγμή το ρεύμα παρέσυρε το κορμάκι του μακριά. Να το ξέρεις, η ομορφότερη μέρα της ζωής μου θα είναι αυτή που θα μάθω πως εξαφανίστηκε από προσώπου γης η εγγλέζικη φάρα και πως το νησί τους βούλιαξε στον πάτο της θάλασσας!».