Τον γνώρισα κάποιο απόγευμα στην παραλία..
Εγώ στο σπίτι πάνω στην παραλία, εκείνος κάτω στην παραλία…το πρώτο και δεύτερο σπίτι του μαζί…Άσπρα μακριά μαλλιά, μούσια άσπρα και πολύ μακριά… Χαϊμαλιά και σταυρουδάκια ντύνουν το σώμα του, νευρώδες και μυώδες μαζί, γερασμένο , μα όχι και γέρικο… Μορφή βιβλική κι απόμακρη, άγιος κι αλάνι μαζί, κράμα παράξενο κι ανένταχτο σε κατηγορίες …ξεχωριστή μορφή κι αλλιώτικη όψη. Μα κι η ψυχή αλλιώτικη…από κείνες που κάποτε ξανάζησαν, έσφαλλαν, γύρισαν πίσω για να ξαναζήσουν και να γίνουν καλύτερες, να τριφτούν ακόμη περισσότερα με τα ανθρώπινα, για να τα αψηφίσουν στο τέλος…
Γνωριστήκαμε αθόρυβα… Κατέβαινα στην παραλία τ’ απογεύματα και του΄ κανα παρέα…Η περηφάνια κι η αξιοπρέπεια του ήταν πάνω και πέρα από την τυχόν πείνα του, ποτέ δε ζήτησε τίποτα..κι όταν έπαιρνε , ευχαριστούσε σιωπηλά σαν αερικό, κοιτάζοντας με στα μάτια ,με σχεδόν χαμηλωμένο το κεφάλι…από σεμνότητα και όχι ντροπή. Εγώ ντρεπόμουν για την ένδεια της κοινωνίας μου να σταθεί σε έναν άνθρωπο που πλησίαζε τα εβδομήντα…Ακόμη κι απ΄την παραλία, τον έδιωξαν οι νταήδες της περιοχής που είχαν κάτι καταγώγια –μπαρ- γιατί τους χαλούσε τη μόστρα…ενώ αυτοί που μες τη νύχτα ύφαιναν μαγαρισιές και πλούτιζαν ήταν καλύτεροι, νόμιζαν…
Ποτέ δε ρώτησα γιατί και πώς… ό,τι είπε, το’πε μόνος του, με λίγα λόγια και πολύ πόνο. Με θλίψη αλλά κι αποδοχή… δε μ’ ένοιαζαν οι λεπτομέρειες εξάλλου…δε χρειαζόταν να ξέρω το παρελθόν του για να αισθανθώ το παρόν-ζωντανό ήταν μπροστά μου-κι η ζέστα του, σάρκα που έκαιγε…Φίλε Νικόλα, ποτέ δε σ’ έκρινα..Για κείνα που μου’ πες κι εκείνα που κράτησες..Τους άλλους έκρινα, τους οικείους που έτσι σε άφηναν να ζεις… Ανάγκη ή επιλογή, πολλές φορές αναρωτήθηκα…Μόνος σου στο καφενείο, σχεδόν πάντα, ‘’ τι να πω μ’ αυτούς με ρωτούσες κι εγώ αν μη τι άλλο, συμφωνούσα μαζί σου… ’’ξέρεις τι μου λείπει ; ‘’ με ρώτησες κάποτε… ’’ούτε γυναίκα, ούτε λεφτά, ένας φίλος μού λείπει, να πίνουμε παρέα αυτό το κρασί ‘’…
Κλεισμένος στο καταφύγιο σου, με δυο τρία κεράκια για φως και συντροφιά , με τις γατούλες σου, αναπολούσες, μα δε βαρυγκόμησες ποτέ… ‘’ Άλλοι είναι χειρότερα έλεγες και δόξαζες το Θεό για τα λίγα που είχες μα που σου’ φταναν…την υγειά μας, άμα έχουμε, μου’ λεγες , τα’ χουμε όλα..πλούσιοι και φτωχοί, αν χάσουν την υγειά τους, ίσοι είναι…κι εγώ σε θαύμαζα που με το γεμάτο ρόζους και φλέβες χέρι σου, της γερασμένης μου της κοινωνίας το πρόσωπο ράπιζες…
Αγαπημένε μου Νικόλα, κι αν χαθήκαμε, δε σε ξέχασα, όπως μου είχες ζητήσει και όπως σου υποσχέθηκα..η ζωή μας δυστυχώς , κάνει κύκλους, κλείνει κύκλους, χανόμαστε μα βρισκόμαστε ξανά μέσα στις μνήμες και στα σύννεφα της αύρας των ανθρώπων που κάποτε απαλοχάιδεψαν την ψυχή μας. Η ψυχή έχει μνήμη, σε ανύποπτους χρόνους, σα φύλλο φθινοπωρινό ταξιδεύει στα ρυάκια των αισθημάτων και αναβαπτίζεται για να προχωρήσει…κι αυτή είναι η παρακαταθήκη της, αυτά τα ωραία που ένιωσε και κάποτε θυμάται…
Κι όποτε φύγεις –κι εύχομαι να’ ναι αλάργα ετούτη η ώρα- να βρεις τους φίλους που εδώ δεν έκανες, θα σιγοτραγουδήσω τους στίχους εκείνου που μου θύμιζες – ‘’ ρε μπαγάσα, περνάς καλά κει πάνω; ’’ Και θα ξέρω ότι περνάς καλά και καλύτερα από δω γιατί είμαι βέβαιη πως η ψυχή σου ξεπλήρωσε κι εκπλήρωσε το χρέος της στη γης.
Φωτογραφία: Pexels, CHARACTERS