Άνθρωποι περνούν κι άνθρωποι χάνονται…
Φίλοι, έρωτες, στιγμές, αγαπημένοι που πια δεν είναι ούτε αγαπημένοι, ούτε μισητοί… Υπήρξαν, δεν υπήρξαν, θυμάσαι- δε θυμάσαι… Ακόμη κι αυτοί που πολύ σε πόνεσαν, φαντάσματα γίνονται και χάνονται θαμένοι στου χρόνου την άμμο…
Οι έρωτες τυχαιότητος κι ανάγκης μας γέννημα, μιας στιγμής μας, δυνατής ή αδύναμης. Που θέλουμε να γίνουμε όλον από ήμισυ ή να βάλουμε φως σε νυχτιές σκοτεινές που βαραίνουν…
Ανθίζουν κι ευδοκιμούν οι έρωτες ή μαραίνονται και σβήνουν… Εξαρτάται των υποχωρήσεων, της επιμονής, της πάταξης του εσωτερικού δαιμονίου, της αποδοχής του άλλου που έρχεται να δαμάσει το εγώ σου και τον κόσμο του.
Ο έρωτας, αν ευδοκιμήσει θα γίνει αγάπη, άλλη περίσταση, άλλο ρούχο… ρούχο στην αρχή ασπρόμαυρο και μετά μάλλον γκρι, απαλό σαν μετάξι, στην αφή απαλό μα ολίγον μουντό, κι ολίγον τι άχαρο… Το φοράς και πορεύεσαι, ρούχο απλό, καθημερινό ένδυμα που σε λίγο η αξία του παύει ουσιωδώς να εκτιμάται… η πρακτικότητα του δε κι η ασφάλεια να το φοράς σχεδόν σε κάθε περίσταση, σού ενθυμίζει συχνά την αξία του… Και το φοράς ξανά, με λίγο σεβασμό και πολλή περηφάνια!
Ώσπου μία μέρα τυχαία, ένα τυχαίο, λες, γεγονός σκίζει το ρούχο σου… Να, μία ακρούλα του σκίζεται… Μα η μία κλωστή να ξηλώνει την άλλη και αυτή την επόμενη κι η πλέξη να λύνεται… γίνεται ρούχο μισό και μετά πιο μισό ώσπου γυμνό σε αφήσει… Γυμνό μα καθάριο, αφού αυτό μάλλον ήθελες…
Κι αναρωτιέσαι έπειτα, ευλόγως, αν ήταν πράγματι το ρούχο σου απτό ή της πλανεύτρας φαντασίας κύημα.