Το 1904, ένας Έλληνας επισκέπτης της Αιγύπτου περιέγραφε τη χώρα αυτή ως ένα μέρος, όπου το «γονιμώτατον ρεύμα» της ελληνικής μετανάστευσης «πλουτίζει και εξελληνίζει», αντί να «ρέη τόσον αδίκως πέραν του Ωκεανού». Αν αυτή η αναφορά έχει να κάνει και με τις προσλήψεις των πλείστων Ελλήνων της εποχής για την Αφρική, ως ένα μέρος με κατώτερο πολιτισμό και άρα λιγότερους κινδύνους αφομοίωσης των Ελλήνων, σε αντιπαραβολή με την υπερατλαντική μετανάστευση, σήμερα συχνές είναι οι περιγραφές για τους νομοταγείς και φιλήσυχους Έλληνες μετανάστες, οι οποίοι σέβονταν τους τόπους όπου πήγαιναν, δεν δημιουργούσαν προβλήματα και συνέβαλλαν μόνο θετικά, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο.
Πρόκειται για ένα μοτίβο που προβάλλεται σε αντιπαραβολή προς τους πρόσφατους μετανάστες προς την Ελλάδα. Με το κείμενο αυτό, θα επιχειρήσω να αμφισβητήσω το μοντέλο του «επιτυχημένου» και «προκομμένου» Έλληνα μετανάστη στην Αίγυπτο και ένα παρεμφερές – και δημοφιλές- στερεότυπο της εποχής μας, αυτό του Έλληνα που πάντα «επιτυγχάνει», οικονομικά και γενικότερα, αρκεί βέβαια να φύγει από την Ελλάδα.
Κανείς δεν πάει στην Αίγυπτο μόνο για να γεμίσει το πορτοφόλι του με σημειώσεις, έγραφε ένας σπουδασμένος νέος, το 1897, αναφερόμενος και στην δική του εμπειρία. Οι Έλληνες μετανάστες στην Αίγυπτο συνήθως ήθελαν να πλουτίσουν, χωρίς όμως υποχρεωτικά να έχουν κάποιο σημαντικό κεφάλαιο ή ιδέες και σχέδια, περισσότερο επειδή είχαν ακούσει ή διαβάσει ιστορίες για πλούσιους, αυτοδημιούργητους Έλληνες. Ιστορίες υπαρκτές, αλλά όχι τόσο συνηθισμένες, πέραν του ότι ακόμη και αυτός ο πλούτος δεν προέκυπτε εκ του μηδενός ή απλά μέσα από την σκληρή δουλειά του «αυτοδημιούργητου» όπως ήθελαν συνήθως αυτού του τύπου οι αφηγήσεις.
Ωστόσο, οι ιστορίες αποτυχίας, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, για να μην αναφερθώ σε λιγότερο νόμιμες πλην επιτυχημένες δραστηριότητες, δεν σπανίζουν καθόλου στις πηγές.
Μία τέτοια ιστορία κραιπάλης, του 1902, δεν είχε αίσιο τέλος άλλων διδακτικών ιστοριών. Εκείνη την χρονιά έφτασε στην Αλεξάνδρεια ένας δεκαοκτάχρονος Έλληνας, έχοντας ως κατευόδιο ευχές για κέρδη και αμύθητα πλούτη. Εφόδια του, όπως ο ίδιος αφηγείται εκ των υστέρων, αποτελούσαν το απολυτήριο του Γυμνασίου, λίγες λέξεις από γαλλικά, τίποτα από εμπορικές γνώσεις, τρεις λίρες, δυο συστατικές επιστολές απευθυνόμενες σε κουμπάρους του, που ασχολούνταν με το μικρεμπόριο, κυρίως όμως ταξίδευε «μ’ ένα αέρα στο κεφάλι […] μ’ έναν εγωισμόν παιδιακίστικον». Μπορεί να μην είχε το υλικό, μορφωτικό και κοινωνικό υπόβαθρο που γνωρίζουμε από τα δίκτυα των μεγάλων – και περισσότερο μελετημένων- εμπορικών οικογενειών, είχε ωστόσο την επιθυμία, όταν αντίκρισε το χρηματιστήριο, ότι κάποτε θα συγκαταλεγόταν στα μέλη του. Ο θαυμασμός του για την Αλεξάνδρεια και ο νεανικός του ενθουσιασμός είχαν ως αποτέλεσμα η πρώτη του νύχτα στην πόλη να αναλωθεί σε καφέδες, λουκούμια, κονιάκ και τελικά βραδινές μπύρες στο μαγαζί που έχει μια «ευειδής Πολωνίς». Ενώ ο νεαρός θαύμαζε τα κάλλη «της ιεροδούλου εκείνης Ιουδαίας», τη μία μπύρα διαδεχόταν και άλλη, η φαντασία του εξαπτόταν, ο νους του σκοτιζόταν και το νευρικό του σύστημα ταρασσόταν. Έτσι, η βραδιά κύλησε, σύμφωνα με την δική του τριτοπρόσωπο αφήγηση, με την ξανθή και γαλανομάτα Πολωνέζα να «τον μεθύει με την ηδονικήν της φωνήν και με τα γλυκά της λόγια και με τους ψευδείς όρκους της».
Όμως, ενώ ο δεκαοκτάχρονος θυμάται να «γεμίζει η κοιλιά του μπίρα, η κεφαλή του φαντασία», ταυτρόχρονα «κενώνεται και το θυλάκιόν του το οποίον άλλωστε δεν ήτο πολύ μεγάλο», συνεχίζει η αφήγηση του ήρωα μας, ο οποίος το επόμενο πρωί διαπίστωσε ότι οι δύο από τις τρεις λίρες του «απέστησαν».
Ο ενθουσιασμός του νεαρού περιορίστηκε ακόμη περισσότερο στη διάρκεια της δεύτερης του μέρας την Αίγυπτο, καθώς οι κουμπάροι του επικαλέστηκαν τις δικές τους αναδουλειές, αλλά και τα ανεπαρκή του προσόντα, προκειμένου να τον αποπέμψουν. Του δάνεισαν πάντως μικροποσά, για πρώτη και τελευταία φορά, όπως του ξεκαθάρισαν. Αφού ο πρωταγωνιστής της ιστορίας αυτής πέρασε δύσκολες μέρες, νηστικός, με τα ρούχα του να κατάσχονται από τον απλήρωτοο ξενοδόχο, συνάντησε τελικά κατά τύχη έναν παλιό του συμμαθητή, με τον οποίο συγκατοίκησε. Ο συμμαθητής του όμως με δυσκολία βρήκε ο ίδιος μια δουλειά, με αμοιβή τρεις λίρες τον μήνα, μετά από έξι μήνες χωρίς εργασία. Όσον για τον ίδιο τον αφηγητή της ιστορίας, απέτυχε στην αναζήτηση δουλειάς και, μετά από έξι μήνες στερήσεις και πικρίες, όπως θυμάται, κατάφερε να αποχωρήσει από την Αλεξάνδρεια με την συνδρομή φίλων του. Αναχωρώντας μάλιστα σκεφτόταν ότι, ενώ έφθανε εκεί ονειρευόταν πως μια μέρα θα φύγει «πλούσιος και δεδοξασμένος», πλέον θα μακάριζε τον εαυτό του εάν έφευγε όπως είχε έρθει.
Από το βιβλίο ‘’Αναπάντεχες αφηγήσεις του παρελθόντος’’
photo: SDASM archives