Search
Close this search box.

28 Οκτωβρίου 1940 [από το ημερολόγιο του Σεφέρη]

4
3048

Παραμονές του ελληνοϊταλικού πολέμου ο Γιώργος Σεφέρης είναι προϊστάμενος της Διεύθυνσης Εξωτερικού Τύπου του Υφυπουργείου Τύπου και Τουρισμού. Στις Μέρες Γ' (1934-1940), το βαθύ και στοχαστικό του βλέμμα δεν αφήνει αμφιβολία για τα απειλητικά μηνύματα που έφταναν από τα ελληνοαλβανικά σύνορα και τις προβοκάτσιες σε βάρος της Ελλάδας όπως φαίνεται από τα ημερολόγια που ο ίδιος κατέγραψε. Ο Γιώργος Σεφέρης είναι άλλωστε εκείνος που συνέταξε το τηλεγράφημα του Αθηναϊκού Πρακτορείου Ειδήσεων, τα ξημερώματα της 28ης Οκτωβρίου του 1940, λίγη ώρα αφότου στο ήσυχο προάστιο της Κηφισιάς, ο Γκράτσι χτυπήσει το κουδούνι της κατοικίας του Ιωάννη Μεταξά.
 

Σεπτέμβρης 1938. Κυριακή Βράδυ, Κηφισιά

(Γράμμα) «…Προχτές βράδυ ήρθα στην Κηφισιά, αργά στις 8.30. Κατά τις 11.30, καθώς ήμουν έτοιμος να πλαγιάσω, μου τηλεφώνησαν την επιστράτευση των Τσέχων. Ξαναντύθηκα και κατέβηκα στην Αθήνα. Πέρασα από το υπουργείο. Έπειτα στο Πρακτορείο ως τις 5 το πρωί. Βαριές ώρες. Αισθανότανε κανείς, καθώς τα μηχανήματα δίναν τις ειδήσεις, τον αψηλό πυρετό της Ευρώπης που από στιγμή σε στιγμή ετοιμαζότανε να παραδοθεί στον πόλεμο. Μέσα στη νύχτα ήταν μια μοίρα που έπαιζε στα ζάρια την υπόσταση εκατομμυρίων ανθρώπων και τα λίγα πράγματα που πιστέψαμε και τους δώσαμε τη ζωή μας. Έφυγα από το Πρακτορείο όταν λάβαμε την είδηση πως ο Chamberlain γύρισε να κοιμηθεί».
 

Δευτέρα, 12 Αύγουστου 1940

Τηλέφωνο, στο Υπουργείο το πρωί. Το πρακτορείο Στέφανι τηλεγραφεί από τα Τίρανα μια είδηση σκηνοθετημένη μ' όλη την αδιαφορία των δυνατών για το δίκιο των αδυνάτων : Οι Έλληνες, λέει, σκότωσαν κάποιον Δαούτ Χότζα «μεγάλον Αλβανό πατριώτη», του πήραν το κεφάλι, το φέρανε στο ελληνικό έδαφος και το πομπέψανε σε διάφορα χωριά της Τσαμουριάς. (Πρόκειται για έναν κοινό ληστοφυγόδικο, επικηρυγμένον εδώ και είκοσι χρόνια). Το τρομερό αυτό κακούργημα, συνεχίζει το Στεφάνι, αναστάτωσε τους Αρβανίτες, άναψε τον πατριωτισμό τους. Και οι μεγάλοι φίλοι τους οι Ιταλοί βρίζουν την Ελλάδα και της θυμίζουν πως και άλλοτε, την εποχή του Ταλλίνι, έκαμε τα ίδια, τότε που ο ιταλικός στόλος μπομπάρδισε την Κέρκυρα, σκοτώνοντας δυστυχισμένους πρόσφυγες.
 
Ό Μεταξάς κρατάει μια στάση αποφασιστική : «Αν με πειράξουν, θα βάλω φωτιά στα μπουρλότα.» Έτσι μπορεί κανείς να δουλέψει.
 

Αύγουστος-Τετάρτη 14

«Όλη την ώρα δουλειά στο Υπουργείο. Το τηλέφωνο δε σταματά. Η δημοσιογραφική επίθεση των Ιταλών δυναμώνει, μολονότι δεν έχει γίνει ακόμη καμιά διπλωματική ή άλλη ενέργεια. Ο Νικολούδης πάει κι έρχεται στο Υπουργείο Εξωτερικών ιδρωμένος, τσακισμένος. Κρατά καλά. Ό Μεταξάς πάντα σταθερός αλλά ορισμένοι συνεργάτες του πού φοβούνται, καθώς φαίνεται, τον βαραίνουν. Αλίμονο αν, από τώρα, δείξουμε το φόβο μας.
 
Παράξενες εντυπώσεις από όσους βλέπω ή ακούω έξω από την υπηρεσία. Άλλοι που πριν λίγους μήνες ακόμη φώναζαν να βγούμε με τους Άγγλογάλλους τώρα λακίζουν. Άλλοι πολιτικατζήδες, δε συλλογίζουνται τίποτε άλλο παρά πως θα τα καταφέρουν να βρίσκουνται μ' εκείνους που μπορεί να διαδεχτούν την κυβέρνηση- ελεεινή ράτσα».
 
 

15 Αυγούστου

«Βούλιαξαν την Έλλη. Στις 10 ο Υπουργός μου τηλεφώνησε να είμαι στο γραφείο στις 12 με τα ανακοινωθέντα μας. Το βράδυ, ως τις 10 πάλι στο Υπουργείο. Πυρετός τριγύρω. Κρατώ αρκετά καλά. Όσο συμφωνώ, τίποτε δε με πειράζει. Φτάνει να σταθούν γερά οι παραπάνω. Γυρίζοντας το μεσημέρι από το γραφείο, πέρασα από τον Κήπο. Μόνη στιγμή που μπόρεσα να συλλογιστώ. Προσπάθησα να φανταστώ το ασπροθαλασσίτικο λιμάνι, το μάζεμα των προσκυνητάδων, το συνωστισμό, τη μυρωδιά των κακοταξιδεμένων και ξενυχτισμένων κορμιών, τους μικροπουλητάδες, την ατμόσφαιρα της δέησης και του θαύματος. Ο πρωινός ήλιος, η θάλασσα, το καραβάκι στολισμένο μ' όλες του τις σημαίες, τα' άσπρα σκουφιά του αγήματος στο κατάστρωμα. Και ξαφνικά, χωρίς να φανεί τίποτε, χωρίς να περιμένει κανείς τίποτε, σαν ένας άντρας που σωριάζεται με μια μαχαιριά στη ράχη καθώς ψέλνει ο παπάς, τις τρεις τορπίλες, τη φωτιά στο καράβι, τον τρόμο στ' ανθρωπομάζωμα. Προσπάθησα ακόμη να φανταστώ το νέο παλικάρι, τον καπετάνιο του υποβρυχίου που έκανε την άναντρη πράξη, κι αν δεν είχε στο στόμα του, την ώρα εκείνη, μια γέψη σα να είχε μασήσει σκατά. Ένας νέος χριστιανός που έγινε μπόγιας μέσα στο σπίτι της Παναγιάς, καθώς θα έλεγε ο Μακρυγιάννης.

 

Τετάρτη, 21 Αυγούστου 1940

«H επίθεση του ιταλικού Τύπου, πού είχε σταματήσει από το περασμένο Σάββατο, περιορισμένη μόνο στην Τομόρι των Τιράνων, μοιάζει να ξαναρχίζει σήμερα στο Giornale d' Italia. Στο μεταξύ o ιταλικός στρατός — 130-150 χιλιάδες όπως λένε — συγκεντρώνεται στα σύνορα μας. Οι Γερμανοί μας συμβουλεύουν : «Μην κάνετε επιστράτευση· μη δώσετε, προς θεού, αφορμή.» Πολλοί στην Κυβέρνηση τους πιστεύουν. . . Πιστεύω πώς μας κοροϊδεύουν. Αν οι Ιταλοί θέλουν να κάνουν το κόλπο τους, οι σύμμαχοι τους έχουν κάθε συμφέρον να επιτύχουν εύκολα και γρήγορα, έχουν συμφέρον να μην είμαστε έτοιμοι. Ωστόσο κρατούμε στον πόλεμο των νεύρων. Πάρα κάτω όμως; Σημεία όπου αισθάνομαι διακοπή της στερεότητας».
 
 

Οκτώβρης

Νύχτα Σαββάτου προς Κυριακή (26-27). «Κατά τη μία μού τηλεφώνησαν την είδηση του «Στέφανι»: Μια συμμορία ελληνική μπήκε στο αλβανικό έδαφος και χτυπήθηκε με τους Ιταλούς κατά τα μέρη της Βίγλιστας. Δύο μπόμπες στην κατοικία του Ιταλού διοικητή στους Αγίους Σαράντα. Οι δράστες, λένε οι Ιταλοί, είναι Έλληνες ή Άγγλοι κατάσκοποι. Ο Νικολούδης είναι στην ιταλική πρεσβεία που έχει δεξίωση, ύστερα από την πρεμιέρα μιας όπερας του Πουτσίνι στο "Βασιλικό". Είπα να τον ειδοποιήσουν αμέσως. Οι διαψεύσεις βγήκαν τη νύχτα, καθαρές και ξάστερες. Ο Νικολούδης μου διηγήθηκε πως ο ίδιος ο σινιόρ Γκράτσι τον οδήγησε στο τηλέφωνο, και, όταν τέλειωσε, τον ρώτησε: "Mauvaises nouvelles? " Τ' αποκρίθηκε: "Rien d' extraordinaire", κι έφυγε μετά πέντε λεπτά για να πάει στον πρόεδρο».
Οκτώβρης-Δευτέρα 28
 
Κοιμήθηκα δύο το πρωί, διαβάζοντας Μακρυγιάννη. Στις τρεις και μισή μια φωνή μέσα από το τηλέφωνο με ξύπνησε: «Έχουμε πόλεμο». Τίποτε άλλο, ο κόσμος είχε αλλάξει. Η αυγή, που λίγο αργότερα είδα να χαράζει πίσω από τον Υμηττό, ήταν άλλη αυγή: άγνωστη. Περιμένει ακόμη εκεί που την άφησα. Δεν ξέρω πόσο θα περιμένει, αλλά ξέρω πως θα φέρει το μεγάλο μεσημέρι.
 
Ντύθηκα κι έφυγα αμέσως. Στο Υπουργείο Τύπου δυο-τρεις υπάλληλοι. Ο Γκράτσι είχε δει τον Μεταξά στις τρεις. Του έδωσε μια νότα και του είπε πως στις 6 τα ιταλικά στρατεύματα θα προχωρήσουν. Ο πρόεδρος του αποκρίθηκε πως αυτό ισοδυναμεί με κήρυξη πολέμου, και όταν έφυγε κάλεσε τον πρέσβη της Αγγλίας.
 
Αμέσως έπειτα με τον Νικολούδη στο Υπουργείο Εξωτερικών. Ο πρόεδρος ήταν μέσα με τον πρέσβη της Τουρκίας. Στο γραφείο του Μαυρουδή, ο Μελάς έγραφε σπασμωδικά ένα τηλεγράφημα. Ο Μαυρουδής μέσα στο παλτό του σαν ένα μικρό σακούλι. Διάβασα τη νότα του Γκράτσι. Ο Γάφος κι ο Παπαδάκης τηλεφωνούσαν. Καθώς ετοίμαζα το τηλεγράφημα του Αθηναϊκού πρακτορείου, μπήκε ο Τούρκος πρέσβης για να ιδεί τη νότα και σε λίγο ο πρόεδρος με όψη πολύ ζωντανή. Έπειτα άρχισαν να φτάνουν οι υπουργοί, χλωμοί περισσότερο ή λιγότερο, καθένας κατά την κράση του. Το υπουργικό συμβούλιο κράτησε λίγο. Ο Μεταξάς πήγε αμέσως στο γραφείο του κι έγραψε το διάγγελμα στο λαό . Το πήραμε και γυρίσαμε στο υπουργείο τύπου. Μέσα από τα τζάμια του αυτοκινήτου, η αυγή μ' ένα παράξενο μυστήριο χυμένο στο πρόσωπό της. Έγραψα μαζί με το Νικολούδη το διάγγελμα του βασιλιά. Καμιά δακτυλογράφος ακόμη· πήγα σπίτι μια στιγμή και το χτύπησα στη γραφομηχανή μου. Η Μαρώ μού είχε ετοιμάσει καφέ. Γύρισα στο Υπουργείο καθώς σφύριζαν οι σειρήνες…»


Πηγές:
Γιώργος Σεφέρης: Μέρες Γ΄(16.Απρίλη 1936-14.Δεκέμβρη 1940)-Εκδόσεις Ίκαρος
Γιώργος Σεφέρης: Πολιτικό Ημερολόγιο Α΄ 1935-1944-Εκδόσεις Ίκαρος
Αθηναικό Πρακτορείο Ειδήσεων

MEDIA

Video
Sound file

Συλλογές

Σχόλια

Αφήστε μια απάντηση