Search
Close this search box.

Μια αληθινή ιστορία αλληλεγγύης και ανθρωπισμού

12
4539

Σήμερα το πρωί πήρα ένα μήνυμα. Έγραφε «αρχίζουν σήμερα οι πανελλαδικές. Κάθε τέτοια μέρα σε θυμάμαι. Σε ευχαριστώ…»

'Ηξερα ποιός το έστειλε και ας μην έγραφε όνομα. Και μου θύμισε μια παλιά, όμορφη, ιστορία από αυτές που κάθε φορά που τη θυμάσαι σου «γρατσουνάνε» την ψυχή. 
 
«…τον πρωτογνώρισα πριν δυο χρόνια. Τον είχε φέρει η μάνα του από την άλλη άκρη της Αθηνάς στο ιατρείο μου για τα χαλασμένα δόντια, γιατί της είχαν πει πως είμαι "καλός άνθρωπος". Μπήκα στο νόημα σχεδόν αμέσως. Μια φτωχή γυναικούλα που σφουγγάριζε σκάλες και ένας εργάτης πατέρας με σκόρπια μεροκάματα. Επέμενε να με πληρώσει κανονικά. Έβγαλε από ένα πλαστικό πορτοφολάκι τυλιγμένα παλιοκαιρισμένα πεντάευρα
-"συγγνώμη που είναι έτσι, αλλά να, όπως τα μάζευα σιγά σιγά…".
Τα πιο καθαρά και όμορφα χρήματα που έχω ποτέ πάρει στη ζωή μου.

Μου άρεσε το παλληκαράκι και οι τρόποι του, ίσως γιατί μου θύμιζε πολύ τον εαυτό μου. Ντροπαλό και αδέξιο, ονειροπόλο και ευγενικό, ατσούμπαλο και χοντρουλό, με πρόσωπο γεμάτο με τα σημάδια της εφηβικής ακμής και ψυχή πρόωρα γεμάτη ένοχες.
Άρχισα να μιλώ περισσότερο μαζί του όσο η θεραπεία εξελισσόταν. Άρχισε να μου ανοίγεται και τόσο περισσότερο ένοιωθα πως έβλεπα την εφηβεία μου στον καθρέφτη. Εξαίρετος μαθητής που παράλληλα προσπαθούσε μονάχος του να μάθει αγγλικά , πού λεφτά για φροντιστήρια ;  Ένα λεξικό ήταν το πρώτο που του χάρισα και το δέχτηκε με ενθουσιασμό. Μην τα πολυλογώ συνδέθηκα με την οικογένεια. Όσο μπορούσα πιο διακριτικά προσπαθούσα να βοηθάω.

Ένα πρόβλημα υγείας έκανε τα μεροκάματα πιο σπάνια και ακόμα πιο δύσκολα για τα πολύ βασικά. Πάντα όμως με αυτή την ιδιαίτερη αξιοπρέπεια των ανθρώπων του μεροκάματου που σε σκλαβώνει. Όταν είχε έρθει η ώρα της πενθήμερης ο μικρός πικράθηκε αλλά δεν είπε λέξη. Δεν ήθελα, που να πάρει, να χάσει όπως εγώ την ομορφότερη ανάμνηση του λυκείου. Όταν του έβαλα τα λεφτά της εκδρομής στην τσέπη αρνήθηκε με πείσμα. Επεμεινα: "Ρε συ, άσε τις βλακείες, δεν είναι δικά μου, μάλλον το ξέχασες πως η μανά σου μου έδινε από τότε τα πεντάευρα να τα φυλάξω για την εκδρομή. Τι θέλεις να την στενοχωρήσεις; Άσε που άμα δεν πας, θα μας την φάει τη Μαιρούλα ο φιόγκος ο Διονύσης και μετά θα σε πλακώσω στις φάπες"… 

Σήμερα το πρωί αχάραγα πρώτη μέρα των εξετάσεων χτύπησε το τηλέφωνο. Ήταν η μάνα του "Συγγνώμη για την ενόχληση, αλλά να, ζήτησε να σας μιλήσει, είναι κάπως…" 
Ήξερα τι θα ακούσω. Το είχα ζήσει τριάντα χρόνια πριν την πρώτη μέρα των πανελληνίων νωρίς το πρωί. Το βάρος του μαθητή του είκοσι που όλοι περίμεναν να σαρώσει, οι προσδοκίες των δικών μου να αξιωθώ αυτό που δεν μπόρεσαν αυτοί, η επίγνωση πως αν δεν τα καταφέρω τα οικονομικά μας δεν επέτρεπαν άλλες εναλλακτικές, το διάβασμα τόσων ημερών, με είχαν κάνει να λυγίσω και να ξεσπάσω σε ένα τρομαγμένο βουβό κλάμα και μια άρνηση να πάω. Δεν έπρεπε να περάσει το ίδιο. Τον πηρά μονότερμα πριν καν πει κιχ…
-"Ρε συ μπαγάσα δεν έχεις τον Θεό σου, συγκαλά την δούλεψες τη μανά σου πρωνιάτικα ότι και καλά είσαι αγχωμένος. Δεν ντρέπεσαι ρε, να παριστάνεις ότι φοβάσαι; Τι είπαμε πως θα κάνουμε σήμερα;" Άκουσα ένα γέλιο.
-"θα τους πάρουμε τα σώβρακα"
-"Ε άιντε ξεκινά και τα περιμένω και σιδερωμένα"

Στον φιλαράκο μου τον Παναγιώτη, και σε κάθε Παναγιώτη που σήμερα στη μυλόπετρα των εξετάσεων παλεύει τα όνειρα του καλό αγώνα…»
 

Υ.Γ. Ο Παναγιώτης σάρωσε στις εξετάσεις και μπήκε από τους πρώτους στη σχολή που ονειρευόταν. Σπούδαζε και δούλευε ντελιβεράς συντηρώντας πιά και τους δικούς του. Και τώρα πιά τελοιόφοιτος ετοιμάζεται να φύγει με υποτροφία.  
Ένα χρόνο μετά είχα βρεί κάτω από την πόρτα ένα φάκελο. Με μερικά χαρτονομίσματα και ένα λιτό σημείωμα. « Φυλαξέ τα. Ολο και κάποιος θα έχει να πάει πενθήμερη»

MEDIA

Video
Sound file

Συλλογές

Σχόλια

Αφήστε μια απάντηση