Ήταν να μην το πάρουνε απόφαση· χρυσούς τους είχε κάμει η γιαγιά τους όλο το καλοκαίρι, να ξεκουνηθούνε απ’ την αυλή και να πάνε στα σύκα. Ολημερίς την είχανε απλωμένη την αρίδα τους στον ασκιανό της καρυδιάς· άλλος ν’ αποταυρίζεται* στο ντιβάνι που’ χανε σύρει όξω για να κείτονται* τα μεσημέρια κι άλλος χυμένος σε τέσσερις καρέκλες, σκοτώνανε βαριεστημένα την ώρα τους. Και μόλις έπεφτε ο ήλιος και καταλάγιαζε η κάψα η πολλή, ξαμολιόντανε στην πλατεία με τ’ άλλα κοπέλια του χωριού και καταχανεύανε* μέχρι τα μαύρα μεσάνυχτα, να παίζουνε καμνητό* και να κουβεδιάζουνε στο φως του στύλου. Δεν ήτανε μαθημένα σε τόση απλοχωριά στη μεγάλη πολιτεία όπου ζούσανε, γι’ αυτό και κάθε που κατεβαίνανε στο χωριό να ξεκαλοκαιρέψουνε με τη γιαγιά τους, του δίνανε να καταλάβει.
Μα την ταχινή* εκείνη, ξυπνήσανε με φούρια. «Άντεστε, μεσημέριασε, σήμερο θα πάμε εμείς στα σύκα», μουρμούρισε ανυπόμονα ο πιο μεγάλος. Ξεκρεμάσανε την κατσούνα* απ’ του σπιτιού το ρούκουνα*, αρπάξανε κι έναν κουβά και πορίσανε* στη στράτα. Τραβήξανε το δρόμο κατά τον Άη Γιώργη, καλημερίσανε τις γράδες* που λιάζανε τα κόκαλά τους σαν τις απλωμένες σταφίδες στον οψιγιά*, βουτήξανε τα κεφάλια τους στην Κάτω Βρύση να δροσερέψουνε και πιάσανε τ’ ανεβόλεμα για τις συκιές στο Μανολίρο, που βγάνουνε τα πιο νόστιμα σύκα στο χωριό. Κιανένας δε θυμότανε ποιος τις είχε φυτεμένες κι ούτε κατέχανε άλλον ιδιοκτήτη πέρα απ’ τους διαβάτες, τις σφίγγες και τα έχνη*, που τρώγανε τα σύκα με την ίδια λαχτάρα.
Φορτωμένες τους περιμένανε οι συκιές, μιας και δεν κόπιασε κιανείς να τις τρυγήσει εδώ και κάμποσες ημέρες. Και πιάσανε δουλειά ντελόγο*, με γέλια και με χάχανα, τα τρία κοπελάκια, που εκτός απ’ τον κουβά θέλανε να γεμώσουνε πρώτα την κοιλιά τους. Μόλις καταβροχθίσανε ό,τι έφτανε η χέρα τους, πιάσανε την κατσούνα. Τη σηκώνανε ψηλά βαστώντας την από την αποκάτω μεριά και ξαμώνανε* τα κλαδιά με τα σύκα, μέχρι να μπλεχτεί στο κερκέλι* της κάποιο, για να το σύρουνε χαμηλά και να το διαγουμίσουνε*. Μονάχα σα δεν αντέχανε να φάνε άλλο, αρχινίσανε ν’ απογεμώνουνε* τον κουβά. Κι όταν δεν τα φτάνανε πια τα σύκα από κάτω, βγήκανε οι δυο μεγάλοι απάνω στα δεντρά κι αρμηνέψανε* του μικιού να τους ανιμένει* φρόνιμος και να μην πάει στην κακοβολιά* να βαρεί*. Βάσταγε ο ένας τον κουβά, αποκρεμιότανε ο άλλος με την κατσούνα να φτάσει και το πιο αλαργινό* σύκο, δεν αργήσανε να γεμώσουνε τον κουβά ίσαμε το χερούλι.
Μα σαν κατεβήκανε και πιάσανε τη στράτα να γυρίσουνε οπίσω, είδανε ζόρε* άσκημο. Βαρύς ο κουβάς, βαριά και τα στομάχια, ήτανε πια ψηλά κι ο ήλιος και ξερνάγανε κάψα τα χαράκια* στη ντάλα του μεσημεριού, κάμανε λίγα ζάλα* κι απογοητευτήκανε. Έλεγε ο ένας τ’ αλλουνού να πιάσει τον κουβά, μα κιανείς δεν το ‘θελε τέτοιο φορτίο· μονάχα η κατσούνα ήτανε περιζήτητη, ποιος θα βαρυγκωμούσε για ένα παραπάνω πόδι τέτοιαν ώρα; Δεν ήθελε πολύ για να πιαστούνε στον καβγά κι εγίνηκε μαλιχουλές* μεγάλος. Σταυροκοπηθήκανε οι γράδες, ανελωθήκανε* τα ρίφια σ’ ένα φραχτό* παρέκει, ταραχίστηκε* κι ένας όφης* που ηρεμούσε κουλουριασμένος και τράβηξε πιο πέρα μ’ ένα μανισμένο* σούρσιμο μπας και ξανάβρει την ησυχία του.
Παρετήσανε, με τα πολλά, γεμάτο τον κουβά στη μέση της λαγάρας* και γιαγύρανε* στο σπίτι καθείς κι από άλλο μονοπάτι. Αμίλητους τους βρήκε η γιαγιά στο πέργιαυλο*, και σαν τους ρώτηξε πού ειν’ τα σύκα κι ο κουβάς, δε βγάλανε αχνιά*. Κι ενώ φοβόντουσαν μην πιάσει τη ζωστήρα* να τους καταχερίσει, σα θα ‘κανε η μάνα τους στη Χώρα*, αυτή καθόλου δεν τους μάλωσε, μόνο περίμενε στο γύρο*, με το κέντημά της, να της τα ξεφουρνίσουνε μονάχοι τους. Κι αρχίνισε μετά από λίγο η γλώσσα τους ροδάνι να πηγαίνει και ν’ αναστοράται* το περιστατικό, με αλληλοκατηγόριες και κλαψουρίσματα. Και η γριά, καλοσυνάτη, εντάκαρε* να χασκογελά με τα κοπελίσματά τους και να τους κανακεύει, ότι καθόλου δεν πειράζει και πως τ’ απόγεμα ομάδι* θα πηγαίνανε να ποτίσουνε το περβόλι κι απόκειας* να βρούνε τον κουβά και να τον φέρουνε στο σπίτι.
Γλωσσάρι κρητικού ιδιώματος (με αλφαβητική σειρά):
Αναστορούμαι: διηγούμαι
Ανεβόλεμα: ανηφοριά
Ανελώνω: αναστατώνω, διώχνω
Ανιμένω: περιμένω
Απογεμώνω: γεμίζω μέχρι πάνω
Αποταυρίζομαι: τεντώνομαι, χασμουριέμαι
Αρμηνεύγω: συμβουλεύω
Αχνιά: μιλιά
Γιαγέρνω: επιστρέφω
Γράδες: γριές
Διαγουμίζω: λεηλατώ, αρπάζω
Έχνη: ζώα
Ζάλα: βήματα
Ζόρε: ζόρι
Ζωστήρα: ζώνη
Κακοβολιά: ο δύσβατος, επικίνδυνος τόπος
Καμνητό: κρυφτό
Καταχανεύω: βρικολακιάζω, γυρνώ μέχρι αργά τη νύχτα
Κατσούνα: η κρητική μαγκούρα
Κείτομαι: ξαπλώνω
Κερκέλι: κρίκος, χειρολαβή
Κι απόκειας: κι έπειτα
Λαγάρα: χέρσα περιοχή
Μαλιχουλές: καβγάς, φασαρία
Μανισμένο: νευριασμένο, ενοχλημένο
Να βαρεί: να χτυπήσει
Ντακέρνω: αρχίζω
Ντελόγο: κατευθείαν, αμέσως
Ξαμώνω: σημαδεύω
Ομάδι: μαζί
Όφης: φίδι
Οψιγιάς: το μέρος όπου απλώνανε τη σταφίδα για να την ξεράνει ο ήλιος
Πέργιαυλο: αυλή
Πορίζω: βγαίνω έξω
Ρούκουνας: Η εξωτερική γωνία ενός κτίσματος, η γωνιακή στροφή του δρόμου
Στη Χώρα: στην πόλη
Στο γύρο: στην άκρη
Ταραχίζομαι: εκνευρίζομαι
Ταχινή: το ξημέρωμα, νωρίς το πρωί
Φραχτό: περιφραγμένο χωράφι
Χαράκι: πέτρα