Περιστατικό πρώτο, όχι όμως αστείο
Πριν από λίγα χρόνια κατάφερα να αποκρυπτογραφήσω την πρώτη φωτογραφία που είχε τραβήξει η μητέρα μου σε ηλικία δεκαέξι ετών στο καράβι που την πήγαινε στην Αυστραλία. Τα γράμματα της ήσαν δυσανάγνωστα όχι μόνο γιατί είχαν γραφτεί με μολύβι και η γραφή είχε σχεδόν ξεθωριάσει, αλλά και γιατί και η ίδια ήταν ουσιαστικά αναλφάβητη. Η φωτογραφία είχε τραβηχτεί στην άκρη του καραβιού και στην πίσω της πλευρά της η μητέρα μου έγραφε μεταξύ άλλων στους γονείς της :
« σας στέλνω τη φωτογραφία αυτή για να δείτε πως είναι η θάλασσα».
Η μητέρα μου στα δεκαέξι της χρόνια, αλλά και οι μεσήλικες τότε γονείς της, δεν είχαν δει ποτέ προηγουμένως στη ζωή τους θάλασσα, παρά μόνο είχαν ακούσει γι΄αυτήν. Δεν θα συνεχίσω με κάποιο σχόλιο, γιατί νομίζω πως περιττεύει.
Περιστατικό δεύτερο
Η γιαγιά κάποια στιγμή έρχεται με πρόσκληση στο Σύδνεϋ και δεν έχει δει ποτέ φυσικά στην ζωή της Κινέζους. Κάποια στιγμή της προκαλεί εντύπωση το γεγονός ότι όλοι αυτοί οι άνθρωποι που συναντά, μοιάζουν τόσο πολύ μεταξύ τους. Πιστεύοντας λοιπόν, πως είναι αδέλφια εκφράζει στον γιο της την εύλογη απορία της πως είναι δυνατό μία μάνα να έχει τόσα παιδιά.
Περιστατικό τρίτο
Η μητέρα του πατέρα μου έρχεται και αυτή στο Σύδνεϋ. Βαριά ταλαιπωρημένη από τις δυσκολίες του πολέμου και με νεύρα κλονισμένα από την ανείπωτη φτώχεια, δεν έχει καταλάβει που βρίσκεται και για πολύ καιρό πιστεύει πως βρίσκεται στη Βουλγαρία. Με τη γιαγιά μου συνδέεται και ένα ακόμη αστείο και πραγματικά απίστευτο περιστατικό. Κάποια στιγμή περπατώντας χάθηκε και με τα πολλά βρέθηκε σε ένα σούπερ μάρκετ. Μη γνωρίζοντας φυσικά τη γλώσσα κοντοστάθηκε σε μια γωνιά και ρωτούσε τους πελάτες, στα ελληνικά εννοείται, την εξής αμίμητη ερώτηση: «Μήπως είστε από τον Γέρακα;». Η γιαγιά μου πριν φύγει για Αυστραλία είχε εγκατασταθεί στην περιοχή του Γέρακα, όταν ο τελευταίος ήταν ένα μικρό χωριό, οικισμός πιο σωστά, της Αττικής και κατοικούνταν από λιγότερους από πενήντα κατοίκους. Το να βρει λοιπόν Γερακιώτη στο Σύδνεϋ και μάλιστα στο συγκεκριμένο μαγαζί, τη δεδομένη στιγμή, ήταν λιγότερο πιθανό από το να πετύχει τον πρώτο αριθμό του Λόττο. Επειδή όμως όταν θέλει κάποιος κάτι πολύ, συνωμοτεί το σύμπαν, η γιαγιά όντως «έπεσε» πάνω σε γνωστό της Γερακιώτη και σας διαβεβαιώνω ότι η ιστορία είναι 100% αληθινή!
Περιστατικό τέταρτο
Ο παππούς συνηθισμένος από το χωριό έχει βρει, ένα Θεός ξέρει που, μία κατσίκα, την οποία φροντίζει όπως ακριβώς έκανε και στο χωριό του. Την βγάζει βόλτα στα πάρκα της πόλης, η κατσίκα βοσκάει ανυποψίαστη το γκαζόν και τα εγγόνια έχουν «γάλα από το χωριό του». Όλα αυτά τα ωραία μέχρι τη στιγμή που λαμβάνει γράμμα από τη δημοτική αρχή με το οποίο ενημερώνεται πως απαγορεύεται αυστηρώς η περιφορά της κατσίκας στα πάρκα της πόλης.
Ο παππούς συντάσσει γράμμα προς απάντησε σε άπταιστα… ελληνικά στο οποίο εκθέτει τους λόγους που θεωρεί άδικη την κίνηση του συμβουλίου του Σύδνεϋ. Το επιχείρημα με το οποίο προφανώς συγκλόνισε τους Αγγλοσάξονες ήταν το εξής, βγαλμένο hard core από την εμπειρία της δεκαετίας του ’40: «σας ενοχλεί», τους έγραφε, «που έχω μια κατσίκα, και δε σας ενοχλεί που εδώ κυρίες βγάζουν βόλτα σκυλιά και γατιά. Όμως η κατσικούλα δίνει γάλα, και αν ξαναπέσει Κατοχή, να δω ποιος θα σας θρέψει, η κατσίκα ή τα σκυλιά».
( Οι υπάλληλοι του Δημαρχείου μη γνωρίζοντας Ελληνικά και θέλοντας να διαβάσουν το περιεχόμενο της επιστολής, απευθύνθηκαν σε έναν νέο μετανάστη που είχε μία κάποια μόρφωση έχοντας σπουδάσει στην Πάντειο σχολή τα χρόνια πριν μεταναστεύσει για την Αυστραλία, προκειμένου να τους κάνει μετάφραση. Ο νέος αυτός ήταν ο γιος (!) του συντάκτη της επιστολής (και θείος μου), ο οποίος δεν είχε καμία γνώση της πράξης του πατέρα του ( ούτε φυσικά οι υπάλληλοι γνώριζαν τη μεταξύ τους σχέση). Από τον – σήμερα ογδόντα ετών- αυτόν μετανάστη πληροφορήθηκα το παράξενο αυτό γεγονός).
Ο παππούς πραγματικά δεν ενοχλήθηκε ξανά, ίσως γιατί σταμάτησε να τρέφει την κατσίκα με γρασίδι από τα πάρκα, ίσως γιατί θεωρούνταν μία μάλλον cult φιγούρα που περιέφερε το αστικό τοπίο το περίεργο για τους Αγγλοσάξωνες κατοικίδιο του. Έτσι λοιπόν, η κατσίκα τα επόμενα χρόνια προμήθευσε με γάλα όντως πολλά εγγόνια και ακόμη περισσότερα Ελληνόπουλα.
Πηγή: Από το βιβλίο ''Αναπάντεχες αφηγήσεις του παρελθόντος''