Φωτογραφία:Τέσυ Μπαϊλά
Ξημέρωμα σε κάποιο αιγαιοπελαγίτικο ακρογιάλι. Στην κραταιά παντοδυναμία του ήλιου που δειλά απλώνει το πρώτο του φως, σα μέλι ζεστό, επάνω στις απολήξεις των διάφανων κυμάτων, ο ήχος μιας βάρκας που έρχεται από μακριά και διασχίζει το νερό, για να μπει στο μικρό λιμανάκι του νησιού είναι ο μόνος που διαταράσσει τη γαλήνη του πρωινού.
Από τον αντικρινό βράχο ένα σμάρι θαλασσοπούλια έχουν στήσει καρτέρι και την περιμένουν τη στιγμή που θα φανεί πίσω από το μικρό νησί για να πετάξουν μαζί, ίδια κι απαράλλαχτα όπως κάθε μέρα, προς το μέρος της.
Άργησε σήμερα να φανεί στο βάθος της κυανής γραμμής κι ανησυχούν. Στέκονται με το κεφάλι ψηλά, αγναντεύοντας προς τη θάλασσα, κοιτάζοντας όλοι στην ίδια κατεύθυνση και περιμένουν. Τη στιγμή που αρχίζει να βγαίνει πίσω από τα τελευταία βράχια το μικρό πλοιάριο, χιλιάδες γλαροπούλια, σαν ολόλευκα βέλη εξακοντίζονται και το πλησιάζουν, σκούζοντας τα καλωσορίσματα.
Η σκηνή αυτή επαναλαμβάνεται καθημερινά, σε όλη την απέραντη ελληνική ακτογραμμή, πάντα η ίδια και απαράλλαχτα ομοιόμορφη, τόσο που στα μάτια μας το τοπίο το ίδιο αποσύρεται σιγά- σιγά κι ο νους αρχίζει να ταξιδεύει από ερημικά ακρογιάλια σε πολύβουα λιμάνια, για να αντικρίσει την ίδια πάντοτε εικόνα.
Σκηνές της ελληνικής ναυτικής ζωής, σκουριά χαραγμένη σε κάβους κι ανθρώπους, αρμυρισμένες ψυχές ανθρώπων και γλάρων, τρικυμισμένες ωστόσο από τον ίδιο πόθο για νέα ταξίδια. Η εικόνα ενώνεται με τους ήχους σε μια αλχημεία μοναδικών στιγμών, επαναλαμβανόμενων διαχρονικά σε όλο το θαλασσινό χάρτη της Ελλάδας.
Λίγο αν αφεθεί κανείς θα μπορέσει να κρυφακούσει ανάμεσα στους φουρτουνιασμένους ήχους της πρωινής μελαγχολίας άγκυρες να «πνίγονται» στα βάθη των λιμανιών, ψαράδες να τραγουδούν, γυρίζοντας μέσα στο λιμάνι, κρωξίματα γλάρων και φωνές χαρούμενων παιδιών που αμέριμνα παίζουν στην ακροθαλασσιά.
Ένα νοερό ταξίδι που ξεκινά καθημερινά στο πρώτο φως της μέρας και ο γλάρος ένα σύμβολο της ελληνικής ψυχής, που ελεύθερη πετά, αντικρίζοντας τη μαγεία των αιθέρων, τα αιγαιοπελαγίτικα ακρογιάλια, τα βράχια και τις θαλασσινές σπηλιές τους. Ένα ταξίδι με προορισμό την ομορφιά μια χώρας που θαλασσοκρατείται και ορίζεται από την περηφάνια ενός κύματος, όπως αυτό λάμπει στα βρεγμένα φτερά ενός γλάρου.
Επειδή αν υπάρχει ένα πουλί, που η ύπαρξή του να στοιχειοθετεί το συνειδησιακό βάθος της ψυχής ενός ολόκληρου λαού και να τον αντικατοπτρίζει, τότε για τον έλληνα αυτό το πουλί είναι ο γλάρος. Κυρίαρχος σε όλο τον αιγαιακό χώρο, μοιράζεται τις ακρογιαλιές και τους πόθους μαζί του και αποτελεί το μοναδικό σύντροφό του σε όλες τις δύσκολες ιστορικές περιόδους.
Βρίσκεται παντού, σε κάθε απομακρυσμένο φάρο, στα φτερά ενός ανεμόμυλου, στην είσοδο της πιο μικρής σπηλιάς, σε έναν ανεμοδαρμένο βράχο, σε κάθε κυματοστραμμένο ερημοκκλήσι, σε μέρη που δεν περιμένουν κανέναν να φανεί. Εκείνος υπάρχει εκεί, να ζυγιάζει στα φτερά του τη μοναξιά του ανθρώπου που βρέθηκε στην εσχατιά της θάλασσας κι ακροβατεί ανάμεσα στους ήχους της.
Ένας λευκός νάρκισσος που καθρεφτίζεται στο γαλάζιο κάτοπτρο κι αναζητά πάντα όλο και περισσότερο ουρανό, για να ορίσει τη μοίρα των ανέμων. Καθώς η προσουράνωση αποτελεί μοναδικό προνόμιο όσων μπορούν ακόμη να ονειρεύονται κι αφήνουν τις αισθήσεις τους να γεύονται την ομορφιά που υπάρχει παντού, αθέατη για τους πολλούς, υπαρκτή ωστόσο και ορατή τριγύρω μας. Αν ισχύει η διαπίστωση ότι από ψηλά η οπτική εικόνα αλλάζει και το βλέμμα απλώνεται σε βάθος, σε έκταση και σε ύψος σε μια απεραντοσύνη διάφανη, κάνοντας τη ματιά να διαπερνά απ’ άκρη σ’ άκρη τον καταγάλανο ορίζοντα, τότε όλοι μπορούμε να καταλάβουμε πως τα λευκά κοπάδια των γλάρων, που με αξιοζήλευτη ισορροπία ζυγίζονται στο αβυσσαλέο κενό, αντιλαμβάνονται τον κόσμο ολόγυρά μας και ποια η δική τους αντίληψη για την ομορφιά που ξεδιπλώνεται μπροστά τους.
Για όλους αυτούς τους λόγους, ο γλάρος έχει γίνει αντικείμενο έμπνευσης και καλλιτεχνικής δημιουργίας. Από τους γλάρους του Βενέζη, έως τα γλαροπούλια του Οδυσσέα Ελύτη που «δίνουν τη γαλανή ελευθερία στον ορίζοντα» μια ολόκληρη λογοτεχνική παραγωγή τον έχει τιμήσει, τονίζοντας το ρόλο του στην ελληνική ψυχή και στην ελληνική μοίρα.