Συγκλονίστηκα όταν, νέος πολύ, είδα δυο γυναικείες πλεξίδες κρεμασμένες στο τέμπλο
του παλιού μοναστηριού δίπλα στα ασημένια μεταλλικά τάματα που απεικόνιζαν χέρια,
πόδια, μάτια, καρδιές. Μαλλιά καστανόξανθα με κάποιες φυσικές ανταύγειες και δυο
λευκά φιογκάκια στις άκρες.
Έρημα τα κελιά του παμπάλαιου μοναστηριού, άλλα πεσμένα κι άλλα κλειστά, με πόρτες
αμπαρωμένες. Είχε μείνει μόνο μια ηλικιωμένη εκκλησάρισσα για να φροντίζει τον χώρο.
Κατοικούσε στο πρώτο κελί κι είχε πάντα στο τραπέζι της τον δίσκο με τη ρακή και τ'
αμύγδαλα.
Με πλησίασε.
– Τι κοιτάζεις; Τα κουρλιά; Να σου πω την ιστορία τους…
Άρχισε να μιλά για μια κοπέλα «σαν τα κρύα νερά» που κάποτε, κάμποσες δεκαετίες
πριν, περπατούσε πολλές ώρες για να φτάσει στο ξωμονάστηρο. Φορούσε τα καλά της,
ρούχα λευκά, μεταξωτά, και παπούτσια λουστραρισμένα. Τα μαλλιά της έφταναν ώς τη
μέση κι ακόμη παρακάτω, ήταν καλοπλεγμένα και ριγμένα μπροστά, στο στήθος. Μπήκε
στην εκκλησιά, προσκύνησε, άναψε κεριά και καντήλια κι ύστερα έβγαλε ένα ψαλίδι από
την τσάντα της κι άρχισε να τα κόβει. Σάστισε η εκκλησάρισσα· δεν είχε ξαναδεί τέτοιο
πράμα και κάθισε αμίλητη σ΄ένα στασίδι. Σηκώθηκε μόνο σαν την είδε να κρατά τις δυο
κομμένες κούρλες και να προσπαθεί να τις δέσει με μια λευκή μεταξωτή κορδέλα. Τη
βοήθησε, τις έδεσαν και τις κρέμασαν μαζί μπροστά στην παλιά εικόνα της
Βρεφοκρατούσας.
Πέρασαν δεκαετίες από τότε, προσκυνητές και διαβάτες διάβηκαν την πόρτα του
μοναστηριού, βοσκοί και ρεσπέρηδες βρήκαν απόσκιο στα παλιά κελιά του, Ιταλοί και
Γερμανοί στρατιώτες έκαμαν εφόδους στα χρόνια της Κατοχής. Οι δυο πλεξίδες πάντα στη
θέση τους, εκεί που τις είχε κρεμάσει κάποτε η άγνωστη γυναίκα, δίπλα στα χρυσά
σταυρουδάκια, τα δακτυλίδια και τ' ασημόπαιδα.
Η κοπέλα έκαμε χρόνους και χρόνους να φανεί. Ξαναήρθε μόνο μια φορά, πάλι με τα
πόδια, μα ήταν σιτεμένη πια, με λεπτές ρυτίδες ν' αυλακώνουν το βελούδο του προσώπου
της. Είχε πάλι πλεξίδες, το ίδιο μακριές, μόνο που τα μαλλιά δεν είχαν τη στιλπνάδα της
νιότης. Ήταν ψαρά, σχεδόν άσπρα. Σίμωσε στο τέμπλο, χάιδεψε τις παλιές της πλεξούδες,
τις ξαναχάιδεψε κι ένα δάκρυ κύλισε στο μάγουλό της.
Αγκάλιασε και φίλησε την εκκλησάρισσα.
«Τριάντα χρόνια πέρασαν, θυμάσαι;» τη
«Τριάντα χρόνια πέρασαν, θυμάσαι;» τη
ρώτησε.
Θυμόταν, όλα τα θυμόταν. Κι έλεγε ότι τούτο το τάμα ήταν το πιο σπουδαίο από τα
χρυσάφια κι από τ' ασήμια που κρεμούσαν στην εικόνα της Παναγιάς. Και την ιστορία της
κοπέλας την ήξερε. Μα δεν την είχε πει σε κανέναν.
– Μυστικό είναι το τάμα, μυστικό που το ξέρουνε μόνο δυο: ο θεός κι εκείνος που τάζει.
Η εκκλησάρισσα είχε γεννηθεί και μεγαλώσει σ' εκείνα τα μέρη, δίπλα στο παλιό
μοναστήρι. Εκεί έμεινε κι εκεί γέρασε. Και κάθε χρόνο κατέβαζε τα κουρλιά της άγνωστης
γυναίκας, τα ξεσκόνιζε, τα φρόντιζε και τα κρεμούσε πάλι στη θέση τους.
Στέκομαι πάντα με δέος μπροστά σε κάθε λογής τάματα. Από τα πήλινα πόδια και τα
πήλινα χέρια που απόθεταν οι Μινωίτες στα ιερά τους (θαυμάσια τα αφιερώματα στο
σπήλιο του Πετσοφά, στη Σητεία) μέχρι το ταπεινότατο χάραγμα σε μεταλλική πλάκα με την
ατελή αναπαράσταση της ανθρώπινης μορφής, μέχρι τα ψωμένια ανθρωπάκια που
ευλογούσε ο αξέχαστος παπα-Χιωτάκης στον σπηλαιώδη ναό του Αγιαντώνη κοντά στο
Λουτρό. Έχουν φωνή τα τάματα, μιλούνε. Και διηγούνται ολόκληρη την ανθρώπινη
περιπέτεια. Τον έρωτα, την αρρώστια, τον πόνο, την αγωνία, την πεθυμιά για μια καλύτερη
ζωή. Κι αφηγούνται πορείες ανθρώπων, κι αποκαλύπτουν εκείνη τη βαθύτατη μυστική
σχέση με τη θεότητα, και φανερώνουν τις άτυπες μονομερείς συμφωνίες, «do ut des, δίνω
για να μου δώσεις». Γυναικείες πλεξίδες κρεμασμένες στις εικόνες είδα κι άλλες φορές, όχι
λίγες. Και τώρα πια ξέρω, είναι μια θυσία κι αυτή…
Painting : Jeremy Lipking
Artwork CHARACTERS