Ήταν μια συννεφιασμένη μέρα του Ιουνίου στην Αλάσκα, αφιερωμένη εξ ολοκλήρου σε αεροπλάνα. Προέκυψε κατά λάθος από μια βόλτα στα πέριξ του Άνκορατζ, γι’ αυτό και μας “απογείωσε”.
Βρεθήκαμε λοιπόν το πρωί σε μια λίμνη να παρατηρούμε τα υδροπλάνα να απογειώνονται και να προσγειώνονται.
Μας είπαν ότι πετούν κατά βάση για διασκέδαση, άνθρωποι που θέλουν στον ελεύθερο χρόνο τους να γευτούν τον Αλασκανό ουρανό και τη θέα από ψηλά αφήνοντας στην άκρη τα επίγεια προβλήματα.
Μας είπαν ότι στην Αλάσκα είναι τόσο μεγάλες οι αποστάσεις που καμιά φορά παίρνουν το υδροπλάνο και πετούν από το ένα μέρος στο άλλο μόνο και μόνο για να πουν μια καλημέρα σε αγαπημένα πρόσωπα.
Το απόγευμα βρεθήκαμε στο Point Woronzof, το οποίο έχει μια υπέροχη θέα ενός βουνού που οι ντόπιοι χαριτολογώντας το αποκαλούν “Ωραία Κοιμωμένη”. Γρήγορα καταλάβαμε πως το μέρος αυτό, μια μεγάλη και γκρίζα παραλία με παγωμένο αλμυρό νερό, είναι δίπλα στο αεροδρόμιο. Ήταν μια ευχάριστη έκπληξη. Χαζεύαμε τα αεροπλάνα να αγγίζουν σχεδόν το έδαφος κάθε δύο με τρία λεπτά.
Γνωρίσαμε μια γυναίκα που είχε έρθει με τα δυο παιδιά και το σύντροφό της που δεν ήταν ο πατέρας των παιδιών της. Πετούσαν πέτρες στη θάλασσα και έπαιζαν κυνηγητό. Μας είπε ότι ονειρεύεται να πάρει ένα από αυτά τα αεροπλάνα κάποια στιγμή και να φύγει μακριά από την Αλάσκα. Αγαπάει τον τόπο της, αλλά θέλει να δει και άλλους τόπους, κάτι που η ζωή δεν της το έχει επιτρέψει ως τώρα.
Εμείς πήραμε ένα από αυτά τα αεροπλάνα και γυρίσαμε πίσω στην Ευρώπη.
Κάθε φορά που βλέπουμε ένα αεροπλάνο να πετάει, χωρίς φυσικά να γνωρίζουμε πού πάει, αναφωνούμε: Αλάσκα!