Ένα ζώο ακόμα και αν δεν μπορεί να μιλήσει, είναι ικανό να σε καταλάβει και να σταθεί δίπλα σου περισσότερο από όσο εσύ πιστεύεις.
Καλοκαίρι του 2010, οι περισσότεροι ασφυκτιούν από τη ζέστη, αναμένουν πότε θα βρεθούν κοντά σε μία θάλασσα να βουτήξουν, να ξεχάσουν για λίγο αυτό τον ήλιο που καίει τα πάντα. Και εγώ, μία μικρή τότε δεκαεφτάχρονη που έτρεχα ολημερίς και ολονυχτίς στον Ευαγγελισμό, βρισκόμενη τότε στο πλευρό της γιαγιάς μου που έπασχε από κολπική μαρμαρυγή και με μία καρδιά που κυριολεκτικά, βρισκόταν σε κάκιστη κατάσταση. Εκείνη με μεγάλωσε, με φρόντιζε και στεκόταν περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον δίπλα μου. Δεν ήξερα τίποτα; θα ζήσει, θα αντέξει, θα φύγει, θα μείνει; Τίποτα δεν ήξερα.
Πηγαινοερχόμουν στα λεωφορεία, γύριζα σπίτι ιδρωμένη και με ένα σωρό δουλειές, από άπλυτα πιάτα στο νεροχύτη μέχρι ρούχα βρώμικα που έπρεπε για ακόμα μία φορά να πλυθούν. Τι να κάνεις, αλλιώς δε γινόταν. Ποιον να έβρισκα, φίλους είχα και μάλιστα, πολλούς. Τηλέφωνα καθημερινά, ναι όλα καλά, ναι, ναι, ναι…
Όμως ερχόντουσαν και βράδια. Βράδια που υπήρχαν φόβοι, αγωνίες, άγχη για τις επερχόμενες εξετάσεις των Πανελληνίων, σκέψεις για το αύριο, χίλια δύο. Μέσα σε εκείνο το δωμάτιο τότε κανείς, διότι όλοι τότε είχαν αποσυρθεί στον κόσμο τους, τον δικό τους κόσμο.
Εκτός από εκείνο τον μαύρο γάτο που εμφανίστηκε στον κήπο του σπιτιού μας εντελώς ξαφνικά. Εκείνο το γάτο που με τα διαπεραστικά του μάτια, έριξε μία σαϊτιά στην καρδιά μου και τη συνέθλιψε. Εκείνο το μαύρο γάτο που τα μάτια του έλαμπαν μέσα στο σκοτάδι. Μία αίσθηση γλυκιάς αισιοδοξίας, απρόσμενης τρυφερότητας και όμορφης φιλίας, αναδύθηκε από τη θέα αυτού του όμορφου πλάσματος. Και δημιουργήθηκε όλο εκείνο το χρονικό διάστημα.
Δίπλα μου μήνες ολόκληρους. Μαζί στο φαγητό, στον κήπο, το βράδυ όταν ξάπλωνα να δω τηλεόραση, παντού. Μέσα στη σιωπή υπήρχε ταυτόχρονα η δυνατότερη φωνή. Και ας μη μιλούσε με ανθρώπινη φωνή, η μουσούδα και το νιαούρισμα όπως το τέντωμα της κοιλιάς, μου έδειχναν πως είναι εκεί.
Δεν τα κατάφερε η γιαγιά μου. Την πρόδωσε η ασθενική της καρδιά, έφυγε μετά από λίγες ημέρες. Την έκλαψα, την αποχαιρέτησα με την έννοια της σωματικής της παρουσίας, αφού μέσα στην ψυχή μου ζούσε και δεν ασθένησε ποτέ.
Εκείνος ο γάτος όμως ήταν πάντα εκεί. Δίπλα μου. Δε με άφησε στιγμή, σα να είχε καταλάβει πως περνούσα κάτι σοβαρό και δεν έλεγε να φύγει μακριά. Πόση στήριξη, πόση χαρά μου πρόσφερε!
Και έπειτα, σε βλέπω εσένα να τα χτυπάς και να τα δηλητηριάζεις.
Που μέσα στη σιωπή, ακούστηκε εκείνη η φωνή του γάτου, η δυνατότερη όλων τελικά…
Φωτογραφία: Pixabay