Τα κείμενα αποτελούν υλικό της έκθεσης «Γιάννης Τσαρούχης. Εικονογράφηση μίας αυτοβιογραφίας. Πρώτο Μέρος (1910-1940)» που παρουσίασαν το Ίδρυμα Γιάννη Τσαρούχη και το Μουσείο Μπενάκη, στο Μουσείο Μπενάκη.
Τα αποσπάσματα των κειμένων του Γιάννη Τσαρούχη που συνοδεύουν την έκθεση, προέρχονται από τις εκδόσεις:
Αναδρομική έκθεση Γιάννη Τσαρούχη 1928-1981 (κατάλογος έκθεσης), Θεσσαλονίκη, Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης, 1981.
Γιάννης Τσαρούχης, Ως στρουθίον μονάζον επί δώματος, Αθήνα, Εκδόσεις Καστανιώτη, 1987.
Γιάννης Τσαρούχης, Λίθον ον απεδοκίμασαν οι οικοδομούντες, Αθήνα, Εκδόσεις Καστανιώτη, 1989.
Γιάννης Τσαρούχης, Εγώ ειμί πτωχός και πένης, Αθήνα, Εκδόσεις Καστανιώτη, 1989.
Διονύσης Φωτόπουλος, Παραμύθια πέραν της όψεως, Αθήνα, Εκδόσεις Καστανιώτη, 1990.
Γιάννης Τσαρούχης (1910-1989). Ζωγραφική, επιμ. Νίκη Γρυπάρη, Αθήνα, Ίδρυμα Γιάννη Τσαρούχη, 1990.
Γιάννης Τσαρούχης, Μάτην ωνείδισαν την ψυχήν μου, Αθήνα, Εκδόσεις Καστανιώτη, 1992.
Γιάννης Τσαρούχης, Ανάμεσα σε Ανατολή και Δύση: Πέντε κείμενα, Αθήνα, Εκδόσεις Άγρα, 2000.
Πειραιάς 1910-1924
13 Ιανουαρίου 1910 γεννιέται στον Πειραιά, όπου περνά τα πρώτα του παιδικά χρόνια.
«Κοιτούσα πάρα πολύ τον ουρανό, όταν ήμουν μικρό παιδί στον Πειραιά. Αυτόν τον ουρανό δεν τον ξαναείδα σε κανένα μέρος της γης, έχω αρκετή ευαισθησία για να βλέπω τις διαφορές. Οι πρώτες μου εντυπώσεις από τον ουρανό υπήρξαν το θεμέλιο της αισθητικής μου και των κριτηρίων μου. Μ’ αυτά τα κριτήρια κρίνω ό,τι υπάρχει στην τέχνη». «Εκεί στις αναμνήσεις μου τις παιδικές, βασίζεται ό,τι έκανα».
«Κοιτούσα πάρα πολύ τον ουρανό, όταν ήμουν μικρό παιδί στον Πειραιά. Αυτόν τον ουρανό δεν τον ξαναείδα σε κανένα μέρος της γης, έχω αρκετή ευαισθησία για να βλέπω τις διαφορές. Οι πρώτες μου εντυπώσεις από τον ουρανό υπήρξαν το θεμέλιο της αισθητικής μου και των κριτηρίων μου. Μ’ αυτά τα κριτήρια κρίνω ό,τι υπάρχει στην τέχνη». «Εκεί στις αναμνήσεις μου τις παιδικές, βασίζεται ό,τι έκανα».
Αθήνα, 1924-1927
Η οικογένεια του καλλιτέχνη μετακομίζει από τον Πειραιά στην Αθήνα, στην οδό Ερμού 70.
«Αρχίζω να ζωγραφίζω με ακουαρέλα, πιο εντατικά και πιο σοβαρά από το 1926 που είχαν επιστρέψει οι γονείς μου και είχαμε εγκατασταθεί στην Αθήνα, στην οδό Ερμού, κοντά στο Μοναστηράκι. Εζωγράφιζα, πάντα απ’ το φυσικό, νεκρές φύσεις ή τοπία, κατά προτίμηση με κτίρια, αλλά και προσωπογραφίες».
«Αρχίζω να ζωγραφίζω με ακουαρέλα, πιο εντατικά και πιο σοβαρά από το 1926 που είχαν επιστρέψει οι γονείς μου και είχαμε εγκατασταθεί στην Αθήνα, στην οδό Ερμού, κοντά στο Μοναστηράκι. Εζωγράφιζα, πάντα απ’ το φυσικό, νεκρές φύσεις ή τοπία, κατά προτίμηση με κτίρια, αλλά και προσωπογραφίες».
«Δεν ξέρω να ζωγραφίζω ακόμη ένα πρόσωπο σωστά. Αρκούμαι να εκφράζω
το αίσθημα του. Αργότερα θα μου μάθει πολλά για την προσωπογραφία η αρχαία τέχνη και ιδίως η ελληνιστική»
Κηφισιά 1925-1927
Παραθερίζει με την οικογένεια του στην Κηφισιά, δίπλα στο σπίτι του Γιώργου Σεφέρη και της αδελφής του Ιωάννας Τσάτσου.
«Εκείνη την εποχή έκανα την ακουαρέλα που παριστάνει το σπίτι του χειρουργού Φωκά, όπου έμενε η οικογένεια Σεφεριάδη. Θυμούμαι τα παιδιά, τον Γιώργο και την Ιωάννα. Στο ίδιο περιβόλι ήταν και το σπίτι που μέναμε. Κάποτε είδα σ’αυτό το περιβόλι τον κυβιστή ζωγράφο Μετζενζέ που’χε παντρευτεί την κόρη του Φωκά».
«Εκείνη την εποχή έκανα την ακουαρέλα που παριστάνει το σπίτι του χειρουργού Φωκά, όπου έμενε η οικογένεια Σεφεριάδη. Θυμούμαι τα παιδιά, τον Γιώργο και την Ιωάννα. Στο ίδιο περιβόλι ήταν και το σπίτι που μέναμε. Κάποτε είδα σ’αυτό το περιβόλι τον κυβιστή ζωγράφο Μετζενζέ που’χε παντρευτεί την κόρη του Φωκά».
Γνωριμία με τον Φώτη Κόντογλου
«Το 1927, ήδη μαθητής του Πολυτεχνείου, που αργότερα ονομάστηκε ΑΣΚΤ (Ανώτατη Σχολή Καλών τεχνών), πήγα να γνωρίσω τον Κόντογλου […] Εϊχα πάρει μαζί μου να του δείξω μερικές ακουαρέλες και σχέδια. Ο Κόντογλου με αποπήρε και μου ‘πε καθαρά ότι τον απογοήτευσα: «Μου ‘παν ότι ήσουν ένα παιδί γεννημένο στον Πειραιά. Νόμιζα ότι ήσουν λαϊκό παιδί που σχεδιάζει καράβια και καραγκιόζηδες. Και βλέπω ένα πληροφορημένο παιδί που ξεσηκώνει τα φιγουρίνια του Παρισίου» […] Είχε καταρρακώσει όλη την αστική μου υπερηφάνεια, που δεν ήταν και πολύ στέρεη».
Αρχίζει να δουλεύει και να σκέφτεται διαφορετικά και τρία χρόνια μετά, το 1930, αποφασίζει να εργαστεί κοντά στον Κόντογλου, ως μαθητής και βοηθός του, για να μάθει ό,τι περισσότερο μπορούσε για τη βυζαντινή τέχνη.
«Ούτε η φιλία, ούτε η συνεργασία έμεινε παντοτινή. Μετά τέσσερα χρόνια πήραμε διαφορετικό δρόμο, μα αυτό είναι μία συμβατική φράση που δε μπορεί να εκφράσει την πλούσια πραγματικότητα. Δεν είναι παράξενο, όταν κάνεις να φυτρώνουν φτερά στους ανθρώπους, να τους δεις μια μέρα να πετάξουν και να φύγουν από σένα;»
«Ούτε η φιλία, ούτε η συνεργασία έμεινε παντοτινή. Μετά τέσσερα χρόνια πήραμε διαφορετικό δρόμο, μα αυτό είναι μία συμβατική φράση που δε μπορεί να εκφράσει την πλούσια πραγματικότητα. Δεν είναι παράξενο, όταν κάνεις να φυτρώνουν φτερά στους ανθρώπους, να τους δεις μια μέρα να πετάξουν και να φύγουν από σένα;»
Στο εργαστήρη του Κωνσταντίνου Παρθένη 1932-1934
Στο εργαστήρι του Κωνσταντίνου Παρθένη εγγράφεται μετά από προτροπή του φίλου του Δημήτρη Πικιώνη.
«Όταν μαθητής επισκεπτόμουν το εργαστήρι του, φεύγοντας από κει ώσπου να πάω μέχρι τις στήλες του Ολυμπίου Διός ή την Πύλη του Αδριανού, έβλεπα όλα τα πράγματα με το μάτι του, σαν τα έργα του, γιατί ήταν η γειτονιά του που τον είχε επηρεάσει. Ένα δείγμα γνησιότητας ενός ζωγράφου είναι το να ποτίζεται από το περιβάλλον του και να το μεταδίδει».
«Όταν μαθητής επισκεπτόμουν το εργαστήρι του, φεύγοντας από κει ώσπου να πάω μέχρι τις στήλες του Ολυμπίου Διός ή την Πύλη του Αδριανού, έβλεπα όλα τα πράγματα με το μάτι του, σαν τα έργα του, γιατί ήταν η γειτονιά του που τον είχε επηρεάσει. Ένα δείγμα γνησιότητας ενός ζωγράφου είναι το να ποτίζεται από το περιβάλλον του και να το μεταδίδει».
Παρίσι 1935
Ταξιδεύει για πρώτη φορά στο Παρίσι, για να γνωρίσει έργα σύγχρονων Ευρωπαίων ζωγράφων. Επισκέπτεται το Λούβρο και βλέπει για πρώτη φορά έργα ζωγράφων του 19ου αιώνα. Γνωρίζεται με τους Laurens, Matisse, Giacometti, ενώ στο σπίτι του Tériade βλέπει για πρώτη φορά έργα του Θεόφιλου. Έχει την ευκαιρία να παρακολουθήσει και πολλές θεατρικές παραστάσεις.
«Στο Παρίσι ήθελα να πάω για να εξακριβώσω αν πράγματι ήταν μια πόλις τόσο ωραία, όσο μου έλεγαν οι συγγενείς μου, που είχαν το ζηλευτό προνόμιο να έχουν ταξιδέψει και να το έχουν γνωρίσει. Και δεύτερο να διαπιστώσω την αξία και την έκταση της λεγόμενης μοντέρνας τέχνης».
Επιστρέφει από το Παρίσι στην Ελλάδα μέσω Ιταλίας και επισκέπτεται τη Νάπολη και Πομπηία, όπου γοητεύεται από τη ζωγραφική της.
«Το Παρίσι υπήρξε ένα μεγάλο σχολείο για μένα, αλλά είχα και μια εξαιρετική καθηγήτρια, την μοναξιά μου. Είναι μία καθηγήτρια που σου δίνει μεγάλη ελευθερία να βλέπεις και να κρίνεις».
Ζωγραφική εκ του φυσικού 1939-1940
Το 1939, αρχίζει να ζωγραφίζει εκ του φυσικού, αφού αντιγράφει την «Κεφαλή της Μέδουσας» στο δάπεδο του Αρχαιολογικού Μουσείου Αθηνών.
«Την Μέδουσα, που ήταν του 3ου ή 4ου μ.Χ. αιώνα, την είχα δει στο δάπεδο του Μουσείου των Αθηνών, μου έκανε εντύπωση και την αντέγραψα. Αυτή μου έμαθε ότι η δουλειά με το μοντέλο, όταν γίνεται με ανοιχτά μάτια και με γερή όραση και αντιγράφεις το μοντέλο και τα χρώματά του, ελευθερωμένος από συνταγές, φτάνεις σ’ αυτήν την ελληνιστική μεταφυσική, η οποία νόμιζα ότι στηρίζεται αλλού».
«Την Μέδουσα, που ήταν του 3ου ή 4ου μ.Χ. αιώνα, την είχα δει στο δάπεδο του Μουσείου των Αθηνών, μου έκανε εντύπωση και την αντέγραψα. Αυτή μου έμαθε ότι η δουλειά με το μοντέλο, όταν γίνεται με ανοιχτά μάτια και με γερή όραση και αντιγράφεις το μοντέλο και τα χρώματά του, ελευθερωμένος από συνταγές, φτάνεις σ’ αυτήν την ελληνιστική μεταφυσική, η οποία νόμιζα ότι στηρίζεται αλλού».
Αθήνα 1948
«Το έργο αυτό ξεκρεμάστηκε την τελευταία μέρα της έκθεσης με την επέμβαση της αστυνομίας ως προσβλητικό κατά του ελληνικού στρατού. Αν δεν το ξεκρεμούσαμε, θα ερχόταν η ΕΣΑ ή η ΕΝΑ για να τα κάνει όλα σμπαράλια στο Ζάππειο όπου εξετίθετο. Σημειώστε ότι στην ίδια έκθεση υπήρχε ένα μυθολογικό έργο του Κ. Ξενάκη, που παρίστανε ένα σάτυρο εν στύσει και που δεν ενόχλητε καθόλου την αστυνομία».