Κατευθείαν επάνω στο γκαζάκι της κερά Καλλιόπης πήγε η άτιμη η μπάλα· ούτε να το σημαδεύανε, τα σκασμένα! Με το που ρίξανε τη στραβοκλωτσιά, έξω στην αυλή, και είδανε τη μπάλα να κατευθύνεται με φάλτσο προς το κουζινάκι, αμέσως το βάλανε στα πόδια και δεν προλάβανε να δούνε τον χαμό που ακολούθησε· έπεσε με γδούπο χάμω στο πλακάκι το μπρίκι, πιτσίλισε τοίχους και ντουλάπια ο καφές και τσιρίξανε τρομαγμένες οι γειτόνισσες που είχανε κιόλας στρογγυλοκάτσει γύρω απ’ το τραπέζι. Φωτό:Pexel
Μέχρι κι η γάτα ξιπάστηκε, που είχε μπει λαθροπατώντας κι έπαιρνε τη σιέστα της στο πάτωμα της κουζίνας, νανουρισμένη απ’ την ψιλή κουβέντα της πρωινής συντροφιάς. Φωτο: CHARACTERS
Κάθε Σάββατο πρωί, με το που έφευγε ο άντρας της Καλλιόπης για το καφενείο, μαζευότανε οι γειτόνισσες να πιούνε τον καφέ τους και να πούνε τα νέα τους πριν σκορπίσουνε για τα ψώνια και τα μαγειρέματά τους, μα κυρίως πριν γυρίσει ο κύρης του σπιτιού, που δε φημιζότανε για τα φιλόξενα αισθήματά του. Φώτο: Art Siegel
Ετοίμαζε η Καλλιόπη τους καφέδες, βαρύ γλυκό για την Κατινιώ, σκέτο για την Πάτρα που είχε κομμάτι ζάχαρο, μέτριο για τη Μαρίκα, αλαφρύ για την Αλεξάνδρα που τη χτύπαγε λιγάκι το στομάχι, με λίγη ζάχαρη στην άκρια του κουταλιού για την ίδια, τον πίνανε όλες διαφορετικό κι έπρεπε να στέσει τον τζισβέ πέντε φορές για να τους ψήσει. Φώτο: *Michael119de*
Κι έλεγε η καθεμιά τον πόνο της και τη χαρά της· πώς μάνισε της μιας ο άντρας, πώς πιάστηκε ο γιος της άλλης σε μια καλή δουλειά, πώς τα μπέρδεψε της τρίτης η κόρη μ’ «εκείνον τον αχώνευτο» και φοβότανε μην της κλεφτεί, λέγανε και τα μικρόψυχα και τα φαρμακερά τους, γελοχαχαρίζανε και με κανένα πονηρό που έφτανε στ’ αυτιά τους –τα δικά τους πονηρά δεν τα μαρτυράγανε ποτέ, να μην τα πιάσει της αλληνής το στόμα, πέρναγε σιγά σιγά το πρωινό. Φωτο: CHARACTERS
Και καμιά φορά, πριν το διαλύσουνε, αναποδογυρίζανε το άδειο φλιτζανάκι να πέσει το κατακάθι στο πιάτο για να τους πει η Πάτρα τον καφέ, κι αυτή φανέρωνε τα μελλούμενα και τα γραμμένα μιλώντας με γρίφους και μ’ αινίγματα κι όλο έδειχνε με το δαχτύλι της μες στο φλιτζάνι. Φωτο: Pexels
Μα εκείνο το πρωί ήρθε η αδέσποτη μπαλιά να τους χαλάσει το ραέτι· τι ήθελε να καλοκαιρέψει, να μη μαζεύονται μέσα τα χαμίνια της γειτονιάς παρά ν’ αναστατώνουνε τον κόσμο με τα κατορθώματά τους; Μόλις ηρεμήσανε λιγάκι, πιάσανε να συντράμουνε την καημένη την Καλλιόπη, που μέσα σε μια στιγμή γίνηκε το κουζινάκι της βομβαρδισμένο τοπίο. Σκουπίσανε τα ντουλάπια, σφουγγίσανε τους τοίχους, ακόμη και στα τεντζέρια που σιγόβραζε το μεσημεριανό φαΐ είχανε πάει οι πιτσιλιές. «Ο μεγάλος της Τασίας ήτανε, τον είδα εγώ», φουρκίστηκε η Μαρίκα σαν ανακάλεσε στο νου της τα γεγονότα, αλλά η Κατινιώ πήρε τη μπάλα χωστά από τις άλλες και την πέταξε πίσω στην αυλή, για να την ξαναβρεί αργότερα η συμμορία. Φώτο: Pexels
Τι τα θες, άπραγες το διαλύσανε εκείνο το Σαββάτο, δίχως κουσκούς και καφεμαντείες. Αφήκανε λαμπίκο το κουζινάκι της Καλλιόπης και φύγανε για τις δουλειές τους, να μην τις προλάβει κι ο άντρας της εκεί, που άλλη όρεξη δεν είχανε σαββατιάτικο απ’ το να δούνε τα ξινισμένα μούτρα του. Φώτο: CHARACTERS